- χνους
- ο / χνοῡς, -oū, ΝΜΑ, και ασυναίρ. τ. χνόος, στον Αριστοφ. και στον Ευρ. και τ. θηλ. χνοῡς, ἡ, Α(στη νεοελλ. λόγιος τ.) το λεπτότατο τρίχωμα που καλύπτει τα φύλλα και τους καρπούς ορισμένων φυτών, καθώς και το πρόσωπο τών εφήβων, το χνούδι (α. «μήλων χνοῡς ἐπικαρπίδιος», Ανθ. Παλ.β. «χνοῡς ὥσπερ μήλοισιν ἐπήνθει», Αριστοφ.)νεοελλ.1. το πτίλωμα τών νεοσσών2. οι κοντές τρίχες που προεξέχουν στην επιφάνεια υφάσματοςαρχ.1. κάθε ελαφρά, αφρώδης ουσία («ἁλὸς χνοῡς» — ο αφρός τής θάλασσας, Ομ. Οδ.)2. λεπτό, ξασμένο μαλλί για γέμισμα μαξιλαριών ή στρωμάτων3. σκόνη («ὡς δοκεῑν τοῡ καλουμένου χνοῡ μεστοὺς εἶναι [τοὺς ὀφθαλμούς]», Γαλ.)4. μτφ. α) (σχετικά με ύφος λόγου) επικάλυψη με αρχαϊσμούς («καὶ χνοῡς τῆς ἀρχαιότητος... ἐπιτρέχει», Δίον. Αλ.)β) τριγμός. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η άποψη ότι η λ. χνοῦς πρέπει να συνδεθεί με τη λ. χνόη, μέσω μιας αρχικής σημ. «το προϊόν τής τριβής» (για τη σημ. «τρίβω» βλ. λ. χνόη) δεν θεωρείται πιθανή].
Dictionary of Greek. 2013.